- διάφορος
- διάφοροςdifferentmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διάφορος — η, ο (AM διάφορος, ον) 1. ανόμοιος, αλλιώτικος 2. ποικίλος, παντοειδής («διάφοροι λόγοι τόν ανάγκασαν να παραιτηθεί») 3. το ουδ. ως ουσ. το διάφορο* αρχ. 1. διφορούμενος, ασαφής 2. ασύμφωνος, εχθρικός («τοῑς οἰκείοις διάφορος καὶ ὑπὸ τῶν ἄλλων… … Dictionary of Greek
διάφορος — η, ο αλλιώτικος, διαφορετικός, ποικίλος: Δεν αισθάνομαι καλά για διάφορους λόγους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαφορώτερον — διάφορος different masc acc comp sg διάφορος different neut nom/voc/acc comp sg διάφορος different adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφορωτάτων — διάφορος different fem gen superl pl διάφορος different masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφορώτατα — διάφορος different adverbial superl διάφορος different neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφορώτατον — διάφορος different masc acc superl sg διάφορος different neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφόρω — διάφορος different masc/fem/neut nom/voc/acc dual διάφορος different masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφόρως — διάφορος different adverbial διάφορος different masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάφορον — διάφορος different masc/fem acc sg διάφορος different neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφορωτάτη — διάφορος different fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)